Μια φορά κι ένα καιρό, η Κοκκινοσκουφίτσα ξεκίνησε να πάει στη γιαγιά της με το καινούργιο ποδήλατό της. Περνώντας από το δάσος ο κακός λύκος, γεμάτος ζήλια, την σταμάτησε και με τρομερή μανία άρχισε να της καταστρέφει το ποδήλατο. Το χτυπούσε με μανία επάνω σ` ένα βράχο, στη συνέχεια πήρε μια κοφτερή κοτρώνα και άρχισε να διαλύει τον σκελετό του, τα λάστιχα, τις ακτίνες, τη σέλα.
Κάποια στιγμή σταμάτησε γιατί ένοιωσε μια καυτή ανάσα στο σβέρκο του. Γυρνάει και βλέπει την δίμετρη αρκούδα να τον κοιτάζει:
- "Γιατί ρε γαμημένε χάλασες το ποδηλατάκι της μικρής; Αν δεν το ξαναφτιάξεις όπως ήταν, δεν πρόκειται να ζήσεις", του λέει.
Μια και δυο ο λύκος άρχισε να το επισκευάζει. Να τα κατσαβίδια, να τα σφυριά και στο τέλος κόλλημα με την ηλεκτροκόλληση και έτοιμο το ποδήλατο.
- "Τώρα, χάσου απ` τα μάτια μου", του λέει η αρκούδα.
Η κοκκινοσκουφίτσα πήρε το ποδήλατο και ξεκίνησε να πάει στη γιαγιά της.
- "Θα σε φτιάξω εγώ πουτανάκι", σκέφτηκε ο κακός ο λύκος και ξεκίνησε τρέχοντας για το σπίτι της γιαγιάς και αυτός.
Έφτασε στο σπίτι πιο γρήγορα απο τη μικρή και έφαγε τη γιαγιά. Φόρεσε τα ρούχα της και έπεσε στο κρεβάτι. Φτάνοντας η μικρή άρχισε τις γνωστές ερωτήσεις του στύλ:
- "Γιατί έχεις τόσο μεγάλα αυτιά γιαγιά;"
- "Για να σε ακούω καλύτερα."
- "Γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια γιαγιά;"
- "Για να σε αγκαλιάζω καλύτερα, κοπέλα μου."
- "Γιατί έχεις τόσο κόκκινα μάτια γιαγιά;
- "Από τη γαμημένη την ηλεκτροκόλληση μωρή ρουφιάνα."