η Ελληνική οικογένεια
>
>
>
> Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΟΥ
> είναι μια πολύ αγαπημένη οικογένεια. Είναι
> ο αγαπημένος μου μπαμπάς,
> η αγαπημένη μου μαμά,
> ο αγαπημένος μου αδελφός
> και στον κάτω όροφο η αγαπημένη μου γιαγιά
> και ο αγαπημένος μου παππούς.
>
> Τον αγαπημένο
> μου μπαμπά δεν τον βλέπω
> ποτέ, γιατί φεύγει το πρωί για τη δουλειά
> και γυρίζει τα μεσάνυχτα. Δηλαδή κανονικά
> γυρίζει στις 7.00 μ. μ., αλλά κάνει και πέντε
> ώρες γύρω - γύρω το τετράγωνο μέχρι να βρει
> να παρκάρει.
>
> Κι όταν έρχεται
> δεν είναι και πολύ χαρούμενος και καθόλου
> δεν μοιάζει με τους μπαμπάδες των διαφημίσεων
> που μπαίνουν μέσα με δωράκια και σοκολάτες
> και τα παιδιά πηδάνε στην
> αγκαλιά του κι αυτός γελάει και τα στριφογυρίζει
> ψηλά.
>
> Εμάς λέει: «Άι σιχτίρι,
> το κωλοκράτος μου μέσα!!» και βροντάει
> τα κλειδιά στο συρτάρι.
>
> Την αγαπημένη
> μου μαμά δεν τη βλέπω επίσης,
> γιατί κι αυτή δουλεύει αλλά έρχεται σπίτι
> με το λεωφορείο.
>
> Και μετά πλένει, σιδερώνει, σφουγγαρίζει,
> μαγειρεύει και βρίζει τον μπαμπά που δεν
> πήρε τυρί τριμμένο από το σούπερ μάρκετ.
> Και δεν μοιάζει καθόλου με τις μαμάδες
> των διαφημίσεων, γιατί δεν μαγειρεύει βαμμένη
> ούτε με ψηλοτάκουνα.
>
> Κι όταν λερώσουμε
> το μπλουζάκι με σοκολάτες δεν γελάει χαρούμενη
> που έχει το σωστό απορρυπαντικό, αλλά μας
> λέει: «Ε, βέβαια. Άμα έχετε τη δουλάρα!!
> Άντε βγάλτο, τελείωνε, ΤΕΛΕΙΩΝΕ λέμε, την
> τύχη μου που στραβώθηκα και τον παντρεύτηκα!!».
>
>
> Τον αγαπημένο
> μου αδελφό δεν τον βλέπω
> ποτέ, γιατί λείπουμε κι οι δυο στο σχολείο
> και μετά εκείνος πηγαίνει φροντιστήριο
> και μετά κλείνεται στο δωμάτιό του και
> μετά ανοίγει το κομπιούτερ του και μετά
> ψάχνει γυμνές κυρίες και μετά τις βρίσκει
> και μετά χαίρεται.
>
> Ο μπαμπάς μου, η
> μαμά μου, ο αδελφός μου κι εγώ είμαστε μια
> πολύ αγαπημένη οικογένεια και κάθε Κυριακή
> μεσημέρι κάνουμε ένα πολύ αγαπημένο οικογενειακό
> τραπέζι κι εκεί έχουμε όλο τον χρόνο να
> τσακωθούμε μεταξύ μας.
>
> Ο μπαμπάς μαλώνει
> τον αδελφό μου που δεν διαβάζει αρκετά
> και μετά μαλώνει εμένα που
> δεν τα τρώω τα παντζάρια.
>
> Και μετά η μαμά μαλώνει τον μπαμπά μου γιατί
> μας μαλώνει, γιατί είναι «αντιπαιδαγωγικό»
> λέει.
>
> Και μετά η μαμά μου
> μαλώνει τον αδελφό μου που πετάει τα μποξεράκια
> του στη μοκέτα κι έχει και τη μέση της και
> μετά μαλώνει εμένα που θέλω να μου πάρουνε
> κινητό.
>
> Και μου λέει: «Έκανε κι η μύγα κώλο και
> ζητάει κινητό».
>
> Κι εγώ της λέω: «Η Ευαγγελία γιατί έχει
> κινητό που είναι και 27 μέρες μικρότερη;».
>
>
> Κι η μαμά μου μού λέει: «Δεν με νοιάζει
> τι κάνει η Ευαγγελία, εμένα με νοιάζει τι
> κάνει το δικό μου το παιδί».
>
> Και φωνάζει και ο μπαμπάς τής λέει: «Τώρα
> που ουρλιάζεις εσύ, δεν είναι αντιπαιδαγωγικό;»
>
>
> Κι η μαμά τού λέει: «Δεν ουρλιάζω, συζήτηση
> κάνουμε».
>
> Κι ο μπαμπάς μου της λέει: «Ναι, έχεις δίκιο.
> Μπορεί στο ισόγειο να μη σ' άκουσαν!».
>
>
> Κι η μαμά του λέει: «Έχε χάρη που είναι
> τα παιδιά, αλλιώς θα σου ´λεγα τώρα!». Και
> δεν του λέει.
>
> ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΚΑΝΕΝΑΣ δεν μιλάει για πολλή ώρα.
>
> Κι ακούγονται μόνο τα πιρούνια, τα μαχαίρια
> κι ο αδελφός μου που κάνει κλάπα κλούπα
> με τη γλώσσα του.
> Κι η μαμά τού λέει: «Δεν μπορείς να φας
> σαν άνθρωπος;»
> Κι ο αδελφός μου της λέει: «Σαν άνθρωπος
> τρώω».
> Κι η μαμά μου του λέει: «Θα σε καλέσουνε
> σε κάνα σπίτι, ρεζίλι θα γίνουμε».
>
>
> Κι ο μπαμπάς μου της λέει: «Μπορείς να
> σταματήσεις μία στιγμή, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α, αυτό
> το μπουρ μπουρ μπουρ, μες στ´ αυτί μου;;.
>
>
> Έλεος δηλαδή, ΕΛΕΟΣ, Ε-Λ-Ε-Ο-Σ!».
>
> Κι η μαμά μου λέει: «Δεν φτάνει που έχω
> γίνει χίλια κομμάτια να σας υπηρετώ όλους
> εδώ μέσα, μια καλή κουβέντα να ακούσω,
> ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».
>
> Κι ο μπαμπάς μου της λέει: «Έριξες πολύ
> αλάτι, λύσσα το ´κανες».
>
> Κι η μαμά τού λέει: «Ορίστε, εκεί που μας
> χρωστάγανε, μας πήραν και το βόδι».
>
>
> Κι εγώ ρωτάω: «Πότε είχαμε βόδι και μας
> το πήρανε;».
>
> Κι ο αδελφός μου
> μού λέει: «Είσαι μαλακισμένο».
>
> Κι εγώ βάζω τα κλάματα και λέω: «Με
> λέει μαλακισμένο».
>
> Κι ο μπαμπάς μου του λέει: «Μη λες την αδελφή
> σου μαλακισμένο».
>
> Κι ο αδελφός μου λέει: «Αφού είναι!»
>
>
> Κι η μαμά μου λέει: «Δεν θέλω να
> ακούω τέτοιες λέξεις εδώ μέσα!».
>
> Κι ο αδελφός μου της λέει: «Όταν τις λέει
> ο μπαμπάς είναι καλά;».
>
> Κι η μαμά μου λέει στον μπαμπά μου: «Ορίστε,
> είδες το παράδειγμα που δίνεις στα ίδια
> σου τα παιδιά».
>
> Κι ο μπαμπάς μου
> λέει: «Μια μπουκιά δεν μπορούμε να φαρμακώσουμε
> σ´αυτό το σπίτι, ΜΙΑ, Μ-Ι-Α».
>
> Κι η μαμά μου του λέει: «Τι μπουκιά, εσύ
> δεν είπες είναι λύσσα; Κι άμα δεν
> σ´ αρέσει, να πας να σου μαγειρεύει η Βιβή».
>
>
> Κι εγώ λέω: «Ποια είναι η Βιβή».
>
> Κι η μαμά λέει: «Ποια είναι η Βιβή, Μανώλη;
> Πες στο παιδί σου, στο σπλάχνο σου,
> στην κόρη σου ποια είναι η Βιβή, Μανώλη».
>
>
> Κι ο πατέρας μου λέει: «Η κυρία Βιβή είναι
> μια εξαίρετη συνάδελφος κι η μάνα
>
>
> σας είναι μια τρελή γυναίκα».
>
> Κι η μαμά λέει: «Γι´ αυτό γυρίζουμε μεσάνυχτα,
> Μανώλη; Επειδή η Βιβή είναι μια εξαίρετη
> συνάδελφος, Μανώλη;».
>
> Κι ο μπαμπάς λέει: «Γυρίζουμε μεσάνυχτα,
> διότι τα μεσάνυχτα βρίσκουμε να παρκάρουμε.
> Άντε να δούμε πού θα φτάσει ο πληθωρισμός
> πια».
>
> Κι η μαμά μου του λέει: «Έχε χάρη που είναι
> τα παιδιά, αλλιώς σου ´λεγα εγώ».