Μέρος α´
-Τι έχεις πάθει κόρη μου κι είσαι έτσι αλαφιασμένη;
-Έχω φαγούρα στο μουνί, Αγία Ηγουμένη !
-Σύρε μπροστά στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση,
και τρίψε το με Αγιασμό. Θα σε ανακουφίσει ...
Πήγα μπροστά στην είσοδο, πήγα στην Άγια Βρύση
μα δεν ανακουφίστηκα, χρειάζομαι γαμήσι !
-Τι λόγια λες, αμαρτωλή; Σώπα και μας ακούνε.
Κι εμάς μας λείπει η ψωλή, αλλά δε βλασφημούμε.
-Και τι να κάνω η χριστιανή που είμαι καυλωμένη;
Εσείς δεν έχετε ορμές, Αγία Ηγουμένη;
-Λες να μην έχω, κόρη μου; Τι λες; Να 'χω αγιάσει;
Καμιά αδερφή μες στη μονή δεν έχει τέτοια κράση.
-Και τότε; Πώς τη βγάζετε; Ποιο είν' το μυστικό σας;
-Κοίτα να δεις, κοπέλα μου. Είσαι μικρή, δεν ξέρεις,
μα αν συνεχίσεις όπως πας, για πάντα θα υποφέρεις.
Τόσο καιρό που φύλαγες την τρύπα σου για προίκα
σου γίναν' τα μουνόχειλα σαν ξεραμένα σύκα
Πρέπει λοιπόν σιγά-σιγά τον πόνο να απαλύνεις.
Γι' αυτό σου λέω με Αγιασμό την τρύπα σου να πλύνεις.
-Την πίσω τρύπα ή την μπροστά; Ποιο δάχτυλο να βάλω;
Πες μου πώς γίνεται σωστά. Αχ! Δεν αντέχω άλλο.
-Άκουσε, κόρη µου, καλά, δώσε την προσοχή σου:
Ποτέ δεν πρέπει µόνη σου να πλένεις το µουνί σου.
Τράßα λοιπόν στην είσοδο, εκεί στην Άγια Βρύση
κι εγώ θα στείλω άµεσα κάποιον να σε φροντίσει
-Ποιος θα ναι; Πώς θα λέγεται; Και ποια η καταγωγή του;
Θα 'χει λεφτά και όνοµα; Αξίες στη ζωή του;
-Κόρη, µην είσαι αφελής. Αφού κι εσύ το ξέρεις
πως όταν φτάνει η στιγµή της καύλας κι υποφέρεις
δεν έχουν νόηµα τα λεφτά ούτε η ανατροφή του,
µα να 'χει µήκος αρκετό και πάχος το καυλί του !
Να στέκεται αγέρωχο, περήφανο γενναίο,
κι όσο κι αν το ταλαιπωρείς να παραµένει ακµαίο.
Τράßα, λοιπόν, και µη ρωτάς στη Βρύση, που σου είπα.
Να, συµßουλή: πρώτη φορά, ποτέ την πίσω τρύπα !
Μέρος ß´
Μ' αυτά τα λόγια τα σοφά που είπε η Ηγουµένη,
η κόρη φεύγει τρέχοντας κι απ' τη χαρά χεσµένη.
Αµέσως πήγε µόνη της και στήθηκε στη Βρύση,
προσµένοντας καρτερικά κάποιον να τη φροντίσει.
Ήταν ντυµένη ελαφρά, κυλότα δεν φορούσε,
γιατί η κάψα στο µουνί την εταλαιπωρούσε.
Πέφτει στα δυο τα γόνατα τάχα πως προσευχόταν
και µέσα της τον ψωλαρά περίµενε κι ευχόταν
να 'ναι µαζί της τρυφερός µα κι άγριος σαν πρέπει
και να 'ναι η πούτσα του ορθή σαν την Αγία Σκέπη !
Να φέρεται µε σεßασµό, να ξέρει να προσφέρει
αυτό που δεν κατάφερνε µονάχη µε το χέρι.
Κι εκεί, σκυφτή στα τέσσερα, ßλέπει τον καßαλάρη,
µ' υπέροχη κορµοστασιά, τεράστιο παπάρι,
και ßγάζει ένα αναστεναγµό που πλάνταξε η φύση:
-Ορίστε ο λεßέντης µου! Αυτός θα µε γαµήσει!
Σηκώνει το κεφάλι της και του γελάει µε τρόπο,
κλείνει το µάτι πονηρά, του κάνει λίγο τόπο,
να έρθει από τα δεξιά τη φόρα του να πάρει
και να µπορέσει εύκολα την τρύπα να κεντράρει.
Κι ο καßαλάρης ßλέποντας τον κώλο τον παρθένο
έτσι λευκό, λαχταριστό, έτσι καλοστηµένο,
αρπάζει το παπάρι του, φωνάζει -Εν Τούτω Νίκα !,
και της το ßάζει άγαρµπα από την πίσω τρύπα.
Τι ήταν να το κάνει αυτό; Την ξάφνιασε την Κόρη,
της γύρισαν τα µάτια της, ßροντάστραψαν τα όρη.
Έßγαλε δυνατή κραυγή, της κόπηκε η ανάσα,
της λύγισαν τα γόνατα, της έφυγαν τα ράσα.
Όµως µετά το ξάφνιασµα, µετά την πρώτη αντάρα
µετά το σοκ που ένιωσε της κόρης η κωλάρα,
ο πόνος -τι παράξενο!- άρχισε να 'χει γλύκα,
πολύ το 'φχαριστιότανε αυτό το "Εν Τούτω Νίκα!".
Τι κι αν λιγάκι πιο νωρίς την είχαν ορµηνέψει
διείσδυση στον κώλο της να µην την επιτρέψει;
Τι κι αν η κάψα στο µουνί ήταν το πρόßληµά της;
Τι κι αν την ξάφνιασε άγαρµπα ο ωραίος αναßάτης;
Αυτή το 'φχαριστήθηκε. Θα το 'κανε και πάλι,
θα το 'κανε και µε ψωλή ακόµα πιο µεγάλη !
Άσ' την να λέει η άσχετη Αγία Ηγουµένη,
διπλά σε φτιάχνει το καυλί, που από πίσω µπαίνει.
Τέλος Τριλογίας
-Τι έχεις πάθει, κόρη µου, και πας σαν συγκαµµένη;
-Μου 'κάναν Οθωµανικό Αγία Ηγουµένη...
-Σου άρεσε;-Μου άρεσε. -Θα ξαναπάς; Δεν ξέρω.
Καλό το πισωκολλητό, µα τώρα υποφέρω.
-Δώσε καιρό στον κώλο σου να ηρεµήσει λίγο...
-Πόσο καιρό; Πονάω πολύ τα πόδια σαν ανοίγω.
-Σε δύο μέρες αρχικά θα πάψεις να υποφέρεις,
θέλει μετά κι άλλες εφτά, μέχρι να συνεφέρεις.
Ό,τι σου λέω οι σοφοί πατέρες μας το βρήκαν,
του κώλου τα εννιάμερα πώς λες εσύ να βγήκαν;