Κάπου στην Εθνική οδό Αθηνών – Λαμίας και αρκετά έξω από τα Καμμένα Βούρλα, ένας τύπος κάνει ώτο-στοπ. Η προσπάθειά του μέχρις στιγμής δεν έχει επιφέρει καρπούς και σε αυτό συντελεί τόσο η ώρα, που είναι γύρω στις 3 το πρωί, όσο και ο πολύ κρύος χειμωνιάτικος καιρός. Ο τύπος απελπισμένος, είχε αρχίσει να το δαγκώνει από το κρύο, και συνειδητοποιούσε όλο και περισσότερο ότι αν δεν έβρισκε αυτοκίνητο σύντομα, θα άφηνε την τελευταία του πνοή στην άσφαλτο. Σε κάποια στιγμή, και ενώ κανένα από τα λιγοστά αυτοκίνητα που πέρασαν δεν σταμάτησε, βλέπει από μακριά ένα αυτοκίνητο να πλησιάζει με σχετικά χαμηλή ταχύτητα.
Σκέφτεται λίγο, και παίρνει την απόφαση να μπει στη μέση του δρόμου και να αρχίσει να κουνάει χέρια και πόδια. Ούτως ή άλλως θα πέθαινε από το κρύο, οπότε και αν ακόμα τον πατούσε το αυτοκίνητο δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Τουλάχιστον έτσι είχε μια ελπίδα. Το αυτοκίνητο πλησιάζει και σταματάει ακριβώς μπροστά του. Ο τύπος τρέχει γρήγορα, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει στη θέση του συνοδηγού. Η ατμόσφαιρα μέσα στο αμάξι είναι παραδεισένια:
-Αχ, ζεστούλα, σας ευχαριστώ πάρα πολύ κύριε, δεν θα ήξερα τι να κάνω αν εσείς δεν στα… στα…
Ο τύπος αρχίζει να τραυλίζει όταν διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει κανένας στη θέση του οδηγού. Το τραύλισμα μετατρέπεται σε πανικό όταν το αυτοκίνητο αρχίζει να κινείται μόνο του!
-Αμάν, το αμάξι είναι στοιχειωμένο.
Ανοίγει γρήγορα την πόρτα για να βγει έξω, αλλά το τσουχτερό κρύο του αλλάζει το μυαλό:
-Πού πάω; Θα ψοφήσω έξω. Στοιχειωμένο ξε-στοιχειωμένο εδώ θα κάτσω.
Το αυτοκίνητο συνέχισε την πορεία του στην Εθνική οδό. Κάποια στιγμή, στρίβει σε ένα βενζινάδικο και σταματά. Ο τύπος παραξενεύεται. Μετά από 5 λεπτά, ανοίγει η πόρτα και μπαίνει κάποιος στη θέση του οδηγού. Ο τύπος έντρομος πετάγεται και φωνάζει:
-Μή κύριε! Μή μπαίνετε στο αμάξι! Είναι στοιχειωμένο.
Και ο τύπος:
-Τί στοιχειωμένο ρε παπάρα; Απ’τα διόδια το σπρώχνω!