> Αγαπητή Τσαούσα
> ξέρω ότι παίρνεις χιλιάδες γράμματα από τους αναγνώστες σου, αλλά
> νομίζω στο δικό μου πρέπει να δώσεις προτεραιότητα.
>
> Είμαι η Σούλα και διατηρώ ψαράδικο στα Δυτικά προάστια.
> Όχι σε όλα φυσικά, σε ένα από αυτά.
>
> Βρίσκομαι στη δύσκολη θέση, να σου πω ότι έχω κάνει σεξ με έναν από
> τους φερόμενους ως τρομοκράτες, που συνέλαβαν.
>
> Δεν θα πω με ποιον, δεν έχει σημασία.
>
> Τον γνώρισα ένα απόγευμα στο μαγαζί, που μπήκε να αγοράσει μπακαλιάρο.
> Παραμονή 25ης Μαρτίου.
> Φορούσε τζιν παντελόνι, μπουφάν και μούσι.
>
> "Κοπελιά, πιάσε δέκα κιλά μπακαλιάρο" μου λέει.
> "Τόσα πούλησα όλη μέρα, δεν έχω" απαντάω.
>
> "Δώσε ό,τι έχεις".
> "Για πόσα άτομα τον θες;"
> "Έξι, αλλά έχουμε Βαγγέλη στην παρέα, και λέμε να καλέσουμε τίποτα
> φίλους".
> "Μια φέτα έμεινε, δεν φτάνει, να σου βάλω κολιούς;"
> "Πόσο πάνε;"
> "Τρία Ευρώ το κιλό".
> "Τους πούστηδες. Ακόμα και οι κολιοί τους ανήκουν".
> "Ορίστε;"
> "Βάλε".
>
> Του έβαλα κολιούς, πλήρωσε κι έφυγε.
> Ωραίο παιδί, με...
>
> μια μελαγχολία στο βλέμμα.
>
>
> Σε δυο μέρες ξανάρθε στο μαγαζί, με τα ίδια ρούχα, αλλά χωρίς το μούσι.
> Όταν τον ρώτησα τι έγινε, μου είπε ότι ξυρίστηκε.
> Πήρε έξι μεγάλες γόπες, πλήρωσε κι έφυγε.
>
>
> Δεν πρόλαβε να βγει η βδομάδα και ξανάρθε.
> Φορούσε πάλι τα ίδια ρούχα και το μούσι.
> Πριν τον ρωτήσω τι έγινε, με βούτηξε και άρχισε να με φιλάει παθιασμένα.
> Καλός ήταν, κι εγώ είχα καιρό να καυλώσω.
>
> Σηκώνει το μούσι από το πάτωμα, το βάζει στην κωλότσεπη, και σχεδόν με
> σέρνει στην τουαλέτα.
> Με κολλάει στην πόρτα ρουφώντας τα χείλη μου με μανία, και με αρχίζει
> στα σκαμπίλια.
> Η αλήθεια είναι πως μου άρεσε περισσότερο να τρώω κωλοσκάμπιλα ενώ
> είμαι στα τέσσερα, όμως αυτός με κάποιον τρόπο με έπειθε πως τα ΄θελα
> και τα χαστούκια μου.
>
> Αλλά δεν του σηκωνόταν.
> Το ξέρω γιατί όταν του είπα "Το όπλο σου φουσκώνει στο παντελόνι σου,
> ή χαίρεσαι που με μπαλαμουτιάζεις;"
> μου απαντάει ξερά "Το όπλο μου".
>
> Ξαφνικά αρχίζει να χτυπάει το ξυπνητήρι του ρολογιού του.
> Προλαβαίνω να δω ότι είναι ROLEX.
> "Ακριβό ρολόι!"
> "Δεν παίζουν μ΄ αυτά τα πράγματα" λέει, φτιάχνει τα μαλλιά του και
> βγαίνει βιαστικός από την τουαλέτα παρατώντας με αναμμένη και μόνη,
> σαν την κότα στο φούρνο.
>
>
> Εμφανίστηκε ξανά, ένα βράδυ που έκλεινα το μαγαζί.
> "Σήμερα θα σε γαμήσω" μου λέει.
> "Αμα χτυπήσει το ρολόι σου και την κοπανίσεις, θα σε γαμήσω εγώ" απαντάω.
> "Μπα, σήμερα την πυροδότησε άλλος" απαντάει, και με ανεβάζει πάνω στη
> μηχανή του.
> Μια ωραία μηχανή, φτυστή με αυτή που κλέψανε του αδελφού μου.
>
> Πριν βάλει μπροστά, μου κλείνει τα μάτια με ένα μαντίλι.
> "Θα παίξουμε λιγάκι" μου ψιθυρίζει στ΄ αυτί.
>
> Ξεκίνησε με μεγάλη ταχύτητα. Τα΄κλασα λίγο γιατί δεν έβλεπα τίποτα.
> Μ' άρεσε όμως το παιχνίδι, και έκανα υπομονή.
>
>
> Σε δέκα λεπτά σταμάτησε.
> Με κατέβασε από τη μηχανή και με οδήγησε βήμα βήμα σε ένα διαμέρισμα,
> προσέχοντας μην κουνηθεί το μαντίλι μου.
> Μόνο όταν έκλεισε πίσω μας την πόρτα, μου το έβγαλε.
>
> Βρισκόμασταν σε ένα μικρό δωμάτιο γεμάτο αφίσες του Τσε, σε όλες τις
> πόζες.
> Ο Τσε με πούρο, ο Τσε με όπλο, ο Τσε ξαπλωτός σε κάτι μπανανόφυλλα με
> φανελάκι, ο Τσε όρθιος με τη στολή του ξεκούμπωτη, ο Τσε ξυρισμένος, ο
> Τσε αξύριστος, ο Τσε χτενισμένος, ο Τσε αχτένιστος.
>
> "Εγώ θαυμάζω τον Χατζηγιάννη" λέω.
>
> Δεν απαντάει, αλλά με παίρνει αγκαλιά και καθώς με πνίγει στα φιλιά,
> με οδηγεί στο μέσα δωμάτιο.
> Έπαθα σοκ!
> Ήταν τίγκα στα όπλα!
>
> "Εδώ θα το κάνουμε; Κρεβάτι δεν έχεις; " ρωτάω μες στα νεύρα.
>
> Χωρίς να μου δώσει σημασία, με πετάει πάνω τους και αρχίζει να με γδύνει.
> Του είχε γίνει κατάρτι.
> Το κατάλαβα γιατί όταν τον ρώτησα "Το πουλί σου είναι αυτό που
> φουσκώνει στο παντελόνι σου, ή θα με γαμήσεις με καμιά κάννη;"
> μου απαντάει ξερά "Το πουλί μου".
>
> Και με γάμησε.
> Πάνω στα όπλα.
> Την ώρα που τελείωνε, βουτάει μια καραμπίνα κι αρχίζει να τη γλείφει.
> "Ζήτω η επανάσταση!" φώναξε, κι έχυσε.
>
> Εγώ δεν πρόλαβα να καταλάβω τίποτα, όλα στο "μπαμ-μπουμ" γίνανε.
> Πολύ εκρηκτικός τύπος, αλλά δυστυχώς μόνο για πάρτη του.
>
> Πήρε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο, το έκανε μαξιλάρι και ξάπλωσε δίπλα μου.
>
> "Σου άρεσε μωρό μου;"
> "Δεν κατάλαβα τίποτα!"
>
> Τι, μυστικό θα το κρατούσα;
>
> "Δεν πειράζει, θα καταλάβεις το καλό που σου 'κανα, όταν θα είσαι
> ελεύθερη" μου λέει και φοράει δυο φαβορίτες που υπήρχαν στο πάτωμα.
>
> "Καλύτερα να με πας σπίτι μου" απαντάω μουτρωμένη.
> "Να σου φωνάξω ραδιοταξί; Είμαι σκοτωμένος".
>
>
> Πλήρωσα δεκαπέντε Ευρώ ταξί για να γαμήσει αυτός.
> Μέσα στην κρίση.
> Θα τον λιώσω!
>
> Γι αυτό σου γράφω Τσαούσα.
> Μπορεί να έφυγα μόνη μου, αλλά ξέρω πού είναι η γιάφκα.
> Να τον καρφώσω στην αστυνομία, ή να τον περιμένω από κάτω όταν τον
> αμολήσουνε;
>
> "Με αγάπη
> Σούλα".
>
>
> Απάντηση:
> Κάνε ό,τι γουστάρεις Σούλα, αλλά τη θέση σου, θα έκλεινα το ψαράδικο
> και θα άφηνα μούσι.