Μια μέρα μια κυρία μπαίνει σε ένα ταξί με τον παπαγάλο της στον ώμο, θέλοντας να πάει σε ένα γάμο. Λέει την διεύθυνση στον οδηγό και τον παρακαλεί να μην βρίζει γιατί ο παπαγάλος της επαναλάμβανε τις βρισιές που άκουγε. Συμφωνεί ο ταξιτζής, αλλά δεν μπορούσε να κρατηθεί. Έτσι λοιπόν σε ένα φανάρι σταματά πίσω από ένα φορτηγό που είχε να περάσει από ΚΤΕΟ , όπως εξάλλου συνηθίζεται από τον καιρό του Νώε. Εκνευρισμένος ο ταξιτζής ανοίγει το παράθυρο και φωνάζει:
-Σιγά ρε μα**κα, μας ντουμάνιασες εδώ πίσω.
Το ακούει ο παπαγάλος αλλά παραμένει ψύχραιμος. Παρακάτω, στο επόμενο φανάρι σταματά δίπλα από μια Mercentes την ώρα που ο οδηγός της διάβαζε εφημερίδα. Ανοίγει πάλι το παράθυρο ο ταξιτζής και τον ρωτά:
-Τσόντα, τσόντα; Να δω και γω;
Το ακούει και αυτό ο παπαγάλος αλλά δεν αντιδρά. Σε λίγη ώρα βγαίνουν από την πόλη, και ο δρόμος είναι μπλοκαρισμένος από το πτώμα μιας αγελάδας. Κατεβαίνει λοιπόν ο ταξιτζής και αρχίζει να φωνάζει:
-Γρήγορα, φέρτε μια ντουζίνα Αλβανούς να τη σηκώσουν την πουτάνα για να συνεχίσουμε.
Και τώρα τίποτα ο παπαγάλος. Κύριος.
Φτάνουν τελικά στο γάμο, μπαίνουν μέσα στην εκκλησία και αρχίζει το μυστήριο. Εμφανίζεται ο παπάς και αρχίζει να θυμιατίζει. Το μυρίζει ο παπαγάλος και του φωνάζει:
-Σιγά ρε μαλάκα, μας ντουμάνιασες εδώ πίσω.
Το ακούει ο παπάς και παραλίγο να τον χάσουνε. Μετά, διαβάζει ένα απόκομμα από το Ευαγγέλιο, και τότε φωνάζει ο παπαγάλος:
-Τσόντα, τσόντα; Να δω και γω;
Το ακούει ο παπάς και λιποθυμάει, το βλέπει ο παπαγάλος και φωνάζει:
-Γρήγορα, φέρτε μια ντουζίνα Αλβανούς να τη σηκώσουν την πουτάνα για να συνεχίσουμε.