Μια φορά μια καλόγρια, που είχε πάει στην πόλη, έχασε το τελευταίο λεωφορείο
για το μοναστήρι και μη έχοντας άλλη επιλογή κάνει ωτοστόπ.
Σταματάει μια πολυτελής Mercedes κι ακούγεται από μέσα μια γυναικεία φωνή:
-Για το μοναστήρι, αδελφή, έμπα να σε πάω, με βγάζει ο δρόμος μου.
Μπαίνει, λοιπόν και βλέπει μια πανέμορφη ξανθιά, ωραία ντυμένη, με ακριβά
κοσμήματα και όλα τα συναφή. Περίεργη καθώς ήταν η καλόγρια τη ρωτάει:
-Δεσποινίς μου, υποθέτω ότι αυτό το ωραίο μεταξωτό φόρεμα που φοράτε θα σας
κόστισε ακριβούτσικα.
-Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Η καλόγρια βουβάθηκε και κάνει να γυρίσει από την άλλη και να σου βλέπει μια φανταστική γούνα.
-Αυτή η γούνα δεσποινίς μου, θα σας κόστισε, φαντάζομαι.
-Όχι ιδιαίτερα αδελφή, ίσα-ίσα μια ερωτική βραδιά.
Ενώ είχε ήδη νυχτώσει για τα καλά, έφθασαν στο μοναστήρι. Πριν κατέβει, η καλόγρια κάνει άλλη μια ερώτηση:
-Δεσποινίς μου, συγχωρήστε με άλλη μια φορά για την αδιακρισία μου αλλά θα είχα την περιέργεια να μάθω αν αυτή η Mercedes σας κόστισε πολύ;
-Μπα, ίσα-ίσα μια εβδομάδα ερωτικών βραδιών.
Η καλόγρια ευχαρίστησε την ευγενική κοπέλα και κατέβηκε από το αυτοκίνητο.
Μπαίνει μέσα στο μοναστήρι και πάει και κλείνεται στο κελί της.
Κάποια στιγμή ακούει να της χτυπάν την πόρτα.
-Ποιος είναι;
-Ανοιξε , αδελφή Μαρία, ο πατήρ Ευάγγελος είμαι.
Και απαντάει η καλόγρια:
-Πατήρ Ευάγγελε δεν πας στο διάολο κι εσύ και οι καραμελίτσες σου με γεύση μέντας;